- νεκρόμαντις
- νεκρό-μαντις, εως, ὁ, ἡ,A necromancer, Lyc.682.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκρομάντεις — νεκρόμαντις necromancer fem nom/voc pl (attic epic) νεκρόμαντις necromancer fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρομάντεσι — νεκρόμαντις necromancer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρομάντεσιν — νεκρόμαντις necromancer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρόμαντιν — νεκρόμαντις necromancer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
νεκρομάντης — ο, η (Α νεκρόμαντις, εως) αυτός που ασκεί μαντεία με επίκληση τών ψυχών τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + μάντης] … Dictionary of Greek
ՄԵՌԵԼԱՀԱՐՑՈՒԿ — (ցկի, կաց.) NBH 2 0251 Chronological Sequence: 13c ա. Դիւր որ հարցանէ եւ կարդայ զմեռեալս. ըստ յն. մեռելահմայ. νεκρόμαντις, νεκυόμαντις. *Թուի թէ եւ այս զմեռելահարցուկսն նշանակէ. Գէ. ես … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)